παθητικούς

παθητικούς
παθητικός
capable of emotion
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δατισμός — ο (Α δατισμός) το να μιλάει κανείς Ελληνικά όπως ο Δάτις στον Μαραθώνα, δηλ. να χρησιμοποιεί ανύπαρκτους παθητικούς τύπους ρημάτων που απαντούν μόνο στην ενεργητική φωνή …   Dictionary of Greek

  • επίμεσος — η (Α ἐπίμεσος, ον) [μέσος] νεοελλ. η μεσοκάθετος αρχ. 1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος 2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος …   Dictionary of Greek

  • ρομάντσα — (Μουσ.). Σύνθεση για τραγούδι και πιάνο, σε παθητικούς τόνους, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία κυρίως στους κύκλους των σαλονιών του 19ου αι. Προέρχεται από τη γαλλική romance του 18ου αι., προσφιλέστατη στον Ρουσό (σύνθεσε και ο ίδιος ρ.) για …   Dictionary of Greek

  • Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καλιδάσα — (Kalidasa, περ. 340 – περ. 400 μ.Χ.). Ινδός ποιητής. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Κ. ήταν μυημένος στη λατρεία της θεάς Κάλι, εμπνεύστριας της ποίησής του, είναι αβάσιμη και μάλλον οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… …   Dictionary of Greek

  • Όκεγκεμ, Γιοχάνες — (Johannes Ockeghem, Τερμόντ, Φλάνδρα 1430; – Τουρ 1495;). Φλαμανδός συνθέτης. Μαθητής του Ντυφέ, τιμήθηκε με σημαντικά μουσικά, διοικητικά και εκκλησιαστικά αξιώματα από τους βασιλιάδες της Γαλλίας Κάρολο Z’, Λουδοβίκο IA’, Κάρολο H’, και… …   Dictionary of Greek

  • Πόουπ, Αλεξάντερ — (Pope). Άγγλος ποιητής (Λονδίνο 1688 – Τουίκεχαμ, Μίντλεσεξ 1744). Από πλούσια καθολική οικογένεια, μεγάλωσε σε μοναξιά, εξαιτίας μιας φυματιώδους ασθένειας, η οποία του είχε δημιουργήσει μια σχετική δυσμορφία. Μελέτησε πολύ, και η βαθιά του… …   Dictionary of Greek

  • Ταγκόρ, Ραμπιντρανάθ — (Καλκούτα 1861 – Σάντι Νικέταν, Μπολμπούρ 1941). Ινδός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μουσικός και φιλόσοφος: το επίθετο Ταγκόρ είναι η αγγλοποιημένη μορφή του βεγγαλικού Θακούρ. Το οικογενειακό περιβάλλον, με παλαιά θρησκευτική και πνευματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”